- τυφογέρων
- τῡφο-γέρων, οντος, ὁ, ([etym.] τῦφος)A silly old man, dotard, Ar.Nu.908 (anap.);
τ. ἄνδρες Id.Lys.335
(lyr.):—perh. with a play on τυμβογέρων.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τ. ἄνδρες Id.Lys.335
(lyr.):—perh. with a play on τυμβογέρων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυφογέρων — οντος, ὁ, Α ξεμωραμένος, ξεκουτιάρης γέρος («τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + γέρων] … Dictionary of Greek
τυφογέρων — τῡφογέρων , τυφογέρων silly old man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γέροντας — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται βόρεια της Ερέτριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερετρίας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 450 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
τυφογέρον — τῡφογέρον , τυφογέρων silly old man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφογέροντας — τῡφογέροντας , τυφογέρων silly old man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφογέροντες — τῡφογέροντες , τυφογέρων silly old man masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)